διαβοώ

διαβοώ
(AM διαβοῶ, -έω)
κοινολογώ, φωνάζω δυνατά, διακηρύσσω, διατυμπανίζω
2. μέσ. διαμαρτύρομαι φωνασκώντας
3. παθ. είμαι ή γίνομαι πασίγνωστος
4. εξυμνούμαι, επαινούμαι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • βοώ — (Ι) ( άω) (AM βοῶ, άω) 1. κραυγάζω, φωνάζω 2. (για πράγμα) σχεδόν βγάζω φωνή, είμαι ολοφάνερος 3. φρ. «φωνὴ βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ» για συμβουλές που δεν λαμβάνονται καθόλου υπ όψιν νεοελλ. φρ. «ἐν τῇ παλάμη καὶ οὕτω βοήσομεν» αν δεν καταβληθεί… …   Dictionary of Greek

  • διαβόητος — η, ο [διαβοώ] (AM διαβόητος, η, ο) νεοελλ. (με μειωτική σημασία) αυτός που καταγγέλλεται και περιφρονείται από την κοινωνία στην οποία ζει για πράξεις που αποκλίνουν από τον κώδικα τού ηθικού ή κοινωνικού βίου αρχ. μσν. περιβόητος, ξακουστός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”